- ἐπιβουλεύσαι
- ἐπιβουλεύσαῑ , ἐπιβουλεύωplotaor opt act 3rd sgἐπιβουλεύσαῑ , ἐπιβουλεύωplotaor opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπιβουλεῦσαι — ἐπιβουλεύω plot aor inf act ἐπιβουλεύω plot aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀπιβουλεῦσαι — ἐπιβουλεῦσαι , ἐπιβουλεύω plot aor inf act ἐπιβουλεῦσαι , ἐπιβουλεύω plot aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφασίζομαι — ΝΜΑ [πρόφασις] προβάλλω κάτι ως πρόφαση, ως πρόσχημα, προσχηματίζομαι (α. «προφασίστηκε αδιαθεσία και δεν ήλθε» β. «τὸν μῆνα προυφασίσαντο», Θουκ. γ. «ἀρρωστεῑν προφασίζεται», Δημοσθ.) αρχ. 1. αναφέρω ως κατηγορία εναντίον κάποιου, κατηγορώ… … Dictionary of Greek
υπογράφω — ὑπογράφω ΝΜΑ [γράφω] 1. γράφω με το ίδιο μου το χέρι το όνομά μου στο τέλος κειμένου ή εγγράφου, βάζω την υπογραφή μου (α. «πρέπει να υπογράψω όλα τα έγγραφα σήμερα» β. «Κύριλλος ἐπίσκοπος Ἀλεξανδρείας ὑπέγραψα», Σύν. Εφ. γ. «ὁ δεῑνα ὑπέγραψα… … Dictionary of Greek